- αναρρήγνυμι
- ἀναρρήγνυμι και -ύω (Α)1. σχίζω, σπάζω, ανοίγω κάτι, κάνω τομή σε κάτι2. ανορύσσω, εκσκάπτω3. κατακρημνίζω, ανατρέπω, αναποδογυρίζω4. (για πτώμα) ξεσχίζω, κατασπαράζω, κατακόβω5. μτφ. ερεθίζω κάποιον, τον κάνω να ξεσπάσει6. (για στόμα) κρατώ ορθάνοιχτο7. (αμτβ.) βγαίνω στην επιφάνεια, ξεσπώ.
Dictionary of Greek. 2013.